πέπλοισι

πέπλοισι
πέπλος
any woven cloth
masc dat pl (epic ionic aeolic)
πέπλος
any woven cloth
neut dat pl (epic ionic aeolic)
πεπλος
with a single sole
masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενθνήσκω — ἐνθνήσκω και ποιητ. τ. ἐνιθνήσκω (Α) [θνήσκω] 1. πεθαίνω σ έναν τόπο, πεθαίνω μέσα ή πάνω σε κάτι («σῇ γὰρ ἐνθανεῑν χερὶ θέλω» θέλω να πεθάνω στα χέρια σου, Ευρ.) 2. νεκρώνομαι μέσα σε κάτι, ναρκώνομαι (ἐνθανεῑν γε σοῑς πέπλοισι χεῑρ ἐμήν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • περιπετής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει πάνω σε κάποιον και τόν καλύπτει ολόγυρα με το σώμα του, αυτός που περιβάλλει κάποιον 2. αυτός που περιπίπτει σε μια κατάσταση και ιδίως στη δυστυχία («μή με καταστήσῃς ἀηδεῑ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», Δημοσθ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”